- παρώπια
- τὰ, Αοι παρωπίδες τού αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ-ώπια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρώπια — blinkers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
παρωπίαι — παρωπίᾱͅ , παρωπία corner of the eye fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπίοις — παρώπια blinkers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)